τουριτέλ(λ)α

τουριτέλ(λ)α
η, Ν
ζωολ. γένος ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων γαστερόποδων, με 100 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turritellae, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από το λατ. turns «πύργος» + κατάλ. -ella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τουριτελ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια γαστερόποδων προσωβράγχιων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turritellidae (βλ. λ. τουριτέλ(λ)α)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”